Ἥδυλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥδυλος — ἡδύλος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύλη — ἡδύλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύλης — ἡδύλος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡδύλου — Ἥδυλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύλου — ἡδύλος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
βρομύλος — ο βρομερός, επιρρεπής σε βρόμικες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμα + (παραγ. κατάλ.) ύλος, ενώ κατ άλλους σχηματίστηκε στους αρχαίους χρόνους αναλογικά προς τα επίθ. σε ύλος (πρβλ. δριμύλος, ηδύλος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ηδυλίζω — ἡδυλίζω (Α) [ηδύλος] 1. λέγω λόγους ευχάριστους και αρεστούς, κολακεύω, θωπεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλίσαι συνουσιάσαι» … Dictionary of Greek
ηδύλειος — ἡδύλειος, α, ον (Α) [Ηδύλος] επιγρ. αυτός που ανήκει στον Ηδύλο ή σχετίζεται με τον Ηδύλο («ἡδυλεία κύλιξ», επιγρ.) … Dictionary of Greek