Ηδύλος

Ηδύλος
(3oς αι. π.Χ.).Αθηναίος επιγραμματοποιός. Έγραψε πλήθος επιγραμμάτων, στα περισσότερα από τα οποία εξυμνεί το κρασί. Ορισμένα από αυτά υπήρχαν στη συλλογή του Μελέαγρου, που είχε καταρτιστεί το 80 π.Χ. με τον τίτλο Στέφανος, ενώ έντεκα που διασώθηκαν έχουν περιληφθεί στην Παλατινή Ανθολογία. Θεωρείται επίσης συγγραφέας ενός ολιγόστιχου έπους που αναφερόταν στον θαλάσσιο θεό Γλαύκο. Το έργο αυτό πιθανώς να συνδέεται με την πληροφορία του Αθήναιου ότι o ποιητής αυτοκτόνησε από έρωτα για κάποιον Γλαύκο.
* * *
Ἡδύλος, ὁ (Α)
(υποκορ. τού ἡδύς) κύριο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ηδύς με επίθημα -ύλ(λ)ος (πρβλ. ερωτ-ύλ(λ)ος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἥδυλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥδυλος — ἡδύλος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδύλη — ἡδύλος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδύλης — ἡδύλος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡδύλου — Ἥδυλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδύλου — ἡδύλος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ …   Dictionary of Greek

  • βρομύλος — ο βρομερός, επιρρεπής σε βρόμικες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρόμα + (παραγ. κατάλ.) ύλος, ενώ κατ άλλους σχηματίστηκε στους αρχαίους χρόνους αναλογικά προς τα επίθ. σε ύλος (πρβλ. δριμύλος, ηδύλος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ηδυλίζω — ἡδυλίζω (Α) [ηδύλος] 1. λέγω λόγους ευχάριστους και αρεστούς, κολακεύω, θωπεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡδυλίσαι συνουσιάσαι» …   Dictionary of Greek

  • ηδύλειος — ἡδύλειος, α, ον (Α) [Ηδύλος] επιγρ. αυτός που ανήκει στον Ηδύλο ή σχετίζεται με τον Ηδύλο («ἡδυλεία κύλιξ», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”